-
1 ονυξ
1) ноготь(οἱ ὄνυχοι τῶν δακτύλων Arph.)
ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων Plut. — с младых ногтей, т.е. с раннего детства;ἐκ κορυφῆς ἐς ἄκρους ( или νεάτους) ὄνυχας Anth. — с головы до кончиков ногтей;εἰς ὄνυχα ἀφικνεῖσθαι Plut. — доходить до ногтя, т.е. подвергаться проверке ногтем (о скульптурных работах, тж. в знач. погов.), заканчиваться (тщательной) отделкой;ἥ δι΄ ὄνυχος δίαιτα Plut. — утонченный образ жизни;ὄνυχας ἐπ΄ ἄκρους στάς Eur. — стоя на цыпочках2) коготь(ὄνυχοι αἰετοῦ Hom.; ὄνυχοι λεόντων Pind.)
ὀδοῦσι καὴ ὄνυξι καὴ πάσῃ μηχανῇ погов. Luc. — зубами и когтями и всеми средствами3) копыто (sc. τοῦ ἵππου Xen.)τὸ πτανοῦ πώλου ὄ. Anth. — копыто крылатого коня, т.е. Пегаса
4) острый выступ(ὄ. πετραίου λίθου Eur.)
5) крюк, лапа(τῆς ἀγκύρας Plut.)
6) оникс -
2 βραχίονας
ο1) плечо; рука; 2) предплечье (у животных); 3) ручка; рукоятка; 4) тех плечо (рычага); 5) рукав (ргки);§ βραχίονες της αγκύρας — лапы якоря
-
3 κρίκος
ο1) кольцо; звено (цепи);κρίκος της άγκυρας — очко якоря;
2) перен. звено;3) бот. годичное кольцо; 4) πλ. гимнастические кольца; 5) домкрат -
4 αποσαλευω
1) стоять на рейде(Thuc.; ἐπ΄ ἀγκύρας Dem., ἐπ΄ ἀγκυρῶν πρόσω τῆς χώρας Plut. и ἀγκύρας Arst.)
2) держаться вдали(τινός Plut.)
-
5 ορμεω
останавливаться или стоять на якоре(πρὸς γῇ Her.; ἀκταῖσιν Eur.; ἐν λιμένι Thuc.; αἱ νῆες ὥρμουν παρὰ τέν σκηνήν Xen.): (αἱ νῆες) ὁρμέοντο ἐς τὸν πόντον Her. корабли были поставлены на якорь (носами) к морю; ἐπὴ δυοῖν ἀγκύραιν ὁ. погов. Dem. стоять на двух якорях, т.е. иметь выбор между двумя возможностями; ἐπὴ σμικροῖς ὁ. Soph. зависеть от (досл. опираться на) слабых; ἐπὴ τῆς αὐτῆς (sc. ἀγκύρας) ὁ. τοῖς πολλοῖς погов. Dem. стоять на одном якоре с массами, т.е. иметь с массами общие интересы
-
6 σαλευω
1) трясти, качать, шевелить(τινά Anth.; κάλαμος ὑπὸ ἀνέμου σαλευόμενος NT.)
χθὼν σεσάλευται Aesch. — земля всколебалась;γυῖα σαλευόμενος Anth. — качающийся всем телом (досл. с шатающимися членами);ὑπὸ τῆς τύχης σαλεύεσθαι Plut. — быть швыряемым судьбой;σαλεύεσθαι πρός τι Plut. — испытывать влечение к чему-л.2) расшатывать, подрывать(δόξαν Plut.; ἀλήθειαν Sext.)
3) качаться, быть колеблемымἰσχυρῶς σαλεύοντες (ἐν τοῖς πλοίοις) Xen. — попавшие на (своих) судах в сильную качку;
ἐπ΄ ἀγκύρας σ. Plut. — качаться на якорях4) быть расстроенным, расшатанным(ἥ τυραννὴς σαλεύουσα Plut.; ἐν νόσοις σαλεύοντες Plat.)
5) волноваться, быть потрясенным(Ἠλέκτρα σαλεύει Soph.)
πόλις σαλεύει Soph. — город охвачен волнением6) быть привязанным, доверять(ся)(ἐπί τινι Plut.)
7) быть поглощенным, постоянно заниматься(ἔν τινι Sext.)
8) возбуждать, возмущать(τοὺς ὄχλους NT.)
-
7 υποτεμνω
ион. ὑποτάμνω1) тж. med. подрезывать, перерезывать, подрубать(γλῶσσαν, πυθμέν΄ ἐλαίης Hom. - in tmesi; ὑ. τὰς ἀγκύρας τῆς νεώς Plut.)
ὑποτεμεῖν τῶν πυλῶν τοὺς στρόφιγγας Plut. — взломать крюки (городских) ворот;ὑποτμηθεὴς τέν ἰγνύην Luc. — с перерезанными поджилками;τὰς ῥίζας ὑποτετμημένος Luc. — с подрубленными корнями;ὑποτέμνεσθαι τὸν εἰς Σάμον πλοῦν Xen. — перерезать морской путь на Самос;ὑποταμέσθαι τινὴ τὸ ἀπὸ τῶν νεῶν Her. — отрезать кому-л. путь к кораблям2) перехватывать, отводить к себе(πηγάς τινος Plat.)
3) преимущ. med. пресекать, прекращать, подавлять(τὰς πάντων ὁρμάς Polyb.; τέν εὐφροσύνην Luc.; τὰς ἐλπίδας τινός Xen.)
ὑποτέμνεσθαι τὰς ὁδούς τινος Arph. — пресекать чьи-л. поползновения4) ( о кожевнике) мошеннически срезать(δέρμα βοός Arph.)
См. также в других словарях:
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το … Dictionary of Greek
Μωάμεθ ή Μεχμέτ — Όνομα έξι σουλτάνων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. 1. Μ. A’, ο λεγόμενος Τζελεμπί (1389; 1421). Γιος του σουλτάνου Βαγιαζήτ A’, ανέβηκε στον θρόνο το 1402, ύστερα από την αιχμαλωσία του πατέρα του στη μάχη της Αγκύρας και τη νίκη του Ταμερλάνου. Ο … Dictionary of Greek
Εσκί Σεχίρ — Πόλη (482.793 κάτ. το 2000) της Τουρκίας. Πρόκειται για μια μάλλον πρόσφατη πόλη, παρά την ονομασία της, που σημαίνει παλιά πόλη. Βρίσκεται περίπου 3 χιλιόμετρα ΒΔ από τα ερείπια του αρχαίου Δορυλαίου. Είναι χτισμένη σε ύψος 792 μ. στη δεξιά όχθη … Dictionary of Greek
μασχαλισμός — Έθιμο διάφορων λαών κατά την αρχαιότητα. Αναφέρεται από τους τραγικούς ποιητές και σύμφωνα με αυτό, ο δολοφόνος έκοβε ένα μέλος του σώματος του νεκρού και το κρεμούσε από τον τράχηλο προς τη μασχάλη, προς αποτροπή της εκδίκησης του θύματος· η… … Dictionary of Greek
σαγγάριος — (Sakarya). Ποταμός της Τουρκίας στη Μ. Ασία, το ολικό μήκος του οποίου φτάνει περίπου σε 650 χλμ., ενώ το βάθος του κυμαίνεται από 3 5 μ. Πηγάζει από το φρυγικό οροπέδιο, ανάμεσα στο Εσκί Σεχίρ και το Αφιόν Καραχισάρ, διατρέχει το οροπέδιο της… … Dictionary of Greek
όρμος — Θαλάσσια περιοχή κατάλληλη για αγκυροβόληση πλοίων, λιμανάκι. Ό. λέγεται και αρχαίο κόσμημα, παρόμοιο με το περιδέραιο, κοσμητικό συμπλήρωμα όχι μόνο της γυναικείας ενδυμασίας αλλά και της αντρικής. Αποτελείται από πολύτιμη αλυσίδα ή νήμα, στην… … Dictionary of Greek
αδράχτι — Σύνεργο κλωστικής με το οποίο γνέθουν. Α. λέγεται και ο σιδερένιος ή ξύλινος άξονας διαφόρων μηχανημάτων και το σιδερένιο ραβδί που αποτελεί τον κορμό της άγκυρας. Εκείνος που κατασκεύαζε και πουλούσε α. κλωστικής λέγεται αδραχτάς.Αδραχτάς… … Dictionary of Greek
μοχέρ — Τύπος μαλλιού με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, που το καθιστούν μια από τις καλύτερες υφαντικές ίνες. Το μ. χαρακτηρίζεται από την απαλότητα, το μήκος και τη σχεδόν μεταξένια στιλπνότητα των ινών του. Λαμβάνεται από το τρίχωμα της κατσίκας της… … Dictionary of Greek
Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… … Dictionary of Greek
Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… … Dictionary of Greek